λακκίσκος
Смотреть что такое "λακκίσκος" в других словарях:
λακκίσκος — ο λακκάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ … Dictionary of Greek